κόμπος

κόμπος
κόμπος
Grammatical information: m.
Meaning: `noise, clattering when something is struck, loud noise, ostentaion' (Il.).
Compounds: Compp., e. g. ὑπέρ-κομπος `extremely noisy, ostentatious' (A., Men.).
Derivatives: κομπώδης `ostentatious' (Th., Plu.), κομπός m. `resplendent, vaunting' (E.; on the accent Schwyzer 459), κομπηρός `sounding loudly' (Arist.-comm., sch.). Denomin.: 1. κομπέω `clash' (Μ 151), `strike (against)' (D. L.), usu.. `flaunt (with sthing), boast' (Pi.; on the formation Schwyzer 726 w. n. 5). 2. κομπάζω `flaunt, boast' (B. and A.), `strike (a pot), to try its quality' (pap.) with κομπάσματα pl. (rarely sg.) `boasting' (A.), κομπασμός `ostentation' (Plu.), κομπασία `sounding, striking' (pap.), κομπαστής `parader' (Ph., Plu.) with κομπαστικός (Poll.), κόμπασος (Hdn.), Κομπασεύς `who would belong to the Κόμπος-district' (Ar.). 3. κομπόω (Pass.) `show off' (D. C.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: No etymology, prob. onomatopoetic; cf. on βόμβος, κόναβος and κόμβα. Wrong IE. interpretations in Bq. Fur. 380 compares κόναβος without the vowel, for which I see no basis.
Page in Frisk: 1,909-910

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — din masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπούς — κομπός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπόν — κομπός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποις — κόμπος din masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”